- νεύρινος
- νεύρινος, -ίνη, -ον (Α) [νεύρον]1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.)2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεύρινον — νεύρινος made of sinew masc acc sg νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνην — νεύρινος made of sinew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοις — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοισι — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῃ — νεύρινος made of sinew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῳ — νεύρινος made of sinew masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρινα — νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνας — νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem acc pl νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek